- λεγεῶνας
- λεγεώνlegiofem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεγεωνάριος — ο (Α επιγρ. λεγιονάριος και ληγιωνάριος) ο μάχιμος οπλίτης τής λεγεώνας νεοελλ. στον πληθ. οι λεγεωνάριοι α) Αμερικανοί απόμαχοι τού Α Παγκόσμιου πολέμου που οργανώθηκαν σε τοπικούς συλλόγους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους β) τα μέλη τής… … Dictionary of Greek
Λεγεώνα των Ξένων — Στρατιωτική μονάδα που συγκροτείται από ξένους εθελοντές ή μισθοφόρους. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος αναφέρεται σε δύο στρατιωτικά σώματα που συγκροτήθηκαν στη Γαλλία και στην Ισπανία. Γαλλική Λ. των Ξ. Ειδικό σώμα του γαλλικού στρατού, που… … Dictionary of Greek
Alchiviad Diamandi di Samarina — or Alkiviadis Diamandi or Alcibiade Diamandi (sometimes spelled Diamanti , Diamandis , Diamanthis or Diamantis ) (Samarina, Greece, August 13, 1893 mdash; Bucharest, July 9, 1948) was an Aromanian (Vlach) political figure of Greece, active during … Wikipedia
Alkiviadis Diamandi di Samarina — Alchiviad Diamandi di Samarina o Alkiviadis Diamandi o Alcibiade Diamandi (algunas veces pronunciado como Diamanti, Diamandis, Diamanthis, Dimonje o Diamantis) (Samarina, Grecia, 13 de agosto de 1893. Bucarest, 9 de julio de 1948) fue una… … Wikipedia Español
Γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… … Dictionary of Greek
Πιτάνη — η, ΝΑ, Α δωρ. τ. Πιτάνα αρχ. 1. μία από τις 12 αιολικές πόλεις τής Μικράς Ασίας στα βορειοανατολικά τής Φώκαιας 2. μία από τις πόλεις τής Λακωνικής κοντά στον Ευρώτα αρχ. (ως προσηγορικό) (στη Σπάρτη) λόχος από 600 περίπου άνδρες, ο οποίος… … Dictionary of Greek
γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… … Dictionary of Greek
κορνούτος — ο (ΑM κορνοῡτος) κερασφόρος μσν. τίτλος μιας λεγεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cornutus] … Dictionary of Greek
κοόρτις — ιος και εως, η (Α κοόρτις, ιος) τμήμα στρατού από τρεις σπείρες*, που αποτελούσε τη βασική μονάδα, δηλαδή το ένα δέκατο, τής ρωμαϊκής λεγεώνας νεοελλ. βιολ. σύνολο ατόμων ή ζευγών που έχουν ζήσει μαζί το ίδιο δημογραφικό φαινόμενο κατά τη… … Dictionary of Greek
λεγεώνα — Στρατιωτική μονάδα της ρωμαϊκής εποχής. Η λ. αριθμούσε 300 ιππότες και 3.000 άνδρες πεζικού με αρχηγούς τρεις χιλίαρχους. Καθεμία από τις τρεις αρχικές φυλές (Ραμνήνσης, Τατιήνσης και Λουκερνήσης) προμήθευε το ένα τρίτο αυτής της δύναμης και έναν … Dictionary of Greek